- ετερολαλία
- η мед. гетеролалия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετερολαλία — η ανωμαλία κατά την ομιλία κατά την οποία άλλο θέλει κάποιος να πει και άλλο λέει. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. heterolalia < hetero (πρβλ. ετερο *) + lalia (πρβλ. λαλιά)] … Dictionary of Greek
ετερο- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα και τρεις κύριες σημασίες: α) «ο ένας από τούς δύο», σε αντίθεση με το αμφι * («και οι δύο») πρβλ. ετερομάσχαλος, ετερόστομος, ετερόφθαλμος κ.ά. β) «άλλος … Dictionary of Greek